- σημαντρίδα
- σημαντρίςfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σημαντρίδα — η / σημαντρίς, ίδος, ΝΑ νεοελλ. 1. δισκίο άζυμου άρτου με το οποίο σφράγιζαν παλαιότερα επιστολές ή έγγραφα, η όστια 2. η σφράγιση επιστολών αρχ. φρ. «σημαντρὶς γῆ» χώμα, πηλός κατάλληλος για την τοποθέτηση σφραγίδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σημαίνω +… … Dictionary of Greek
SIGNANDI ritus — apud Veteres varius fuit. Cerâ in obsignandis literis ac testamentis utebantur, nenipe tabellas chartasque linô obligantes, postea annulô χαρακτῆρα imprimebant cerae. Unde Chrysalus apud Plautum Bacchidibus Actu 4. Sc. 4. v. 64. ad literas… … Hofmann J. Lexicon universale
επιβάλλω — (AM ἐπιβάλλω) 1. ορίζω ως ποινή ή ως πρόστιμο («επιβάλλω ποινή, πρόστιμο, ζημίην, φυγήν, άργύριον» κ.λπ.) 2. απρόσ. ἐπιβάλλεται (Α ἐπιβάλλει) είναι απαραίτητο να, πρέπει να... 3. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) το επιβάλλον α. νεοελλ. i. η… … Dictionary of Greek
επιπλάσσω — (Α ἐπιπλάσσω και αττ. τ. ἐπιπλάττω) [πλάσσω] νεοελλ. καλύπτω σχισμές, ρωγμές κ.λπ. με πλαστική ύλη, στοκάρω αρχ. 1. επιθέτω, αλείφω πάνω σε κάτι («γῆν σημαντρίδα ἐπιπλάσας ἐπιβάλλει», Ηρόδ.) 2. βουλλώνω, φράζω («ἐπιπλάσσειν τὰ ὦτα», Αριστοτ.) 3.… … Dictionary of Greek